Η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τους Τζιχαντιστές

Η παγκόσμια κοινή γνώμη εξακολουθεί να αποτιμά σοκαρισμένη τα φρικτά αποτελέσματα της αντιπαράθεσης με τους Τζιχαντιστές.

Αποκεφαλισμοί, εμπρησμοί ανθρώπων, τρομοκρατικές επιθέσεις σε πολλές χώρες με σημαντικότερη αυτή της διπλής επίθεσης τζιχαντιστών στους σκιτσογράφους γαλλικού περιοδικού.

Αναζητά ερμηνείες και βομβαρδίζεται από αναλύσεις, εκτιμήσεις, σχόλια.

Η προσέγγιση των εξελίξεων  προϋποθέτει την κατανόηση του ευρύτερου πλαισίου, εντός του οποίου δραστηριοποιείται το ρεύμα του (σουνιτικού) ισλαμικού φονταμενταλισμού.

Να επισημάνουμε πως πρόκειται για φαινόμενο με τεράστιο ιστορικό και πολιτισμικό βάθος, που έλκει την καταγωγή του από παραδόσεις που εξακολουθούν – επικαιροποιημένες – να επιβιώνουν ως τις μέρες μας.

Ο «ιερός πόλεμος» και οι περίφημοι «ασσασίνοι» αποτελούν πρόχειρα δείγματα μιας προαιώνιας αντίληψης. Ωστόσο η αναβίωση του σουνιτικού φονταμενταλισμού είναι (σ’ αντίθεση με τον σιιτικό) μια σχετικά πρόσφατη υπόθεση.

Μετά την διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας δημιουργήθηκαν, επί των ερειπίων της, μια σειρά εθνικών κρατών στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Μάλιστα η επικράτηση «εθνικών σοσιαλισμών» (τύπου Ιράκ, Συρίας, Λιβύης) οδήγησαν στην επικυριαρχία μοντέλων κοσμικού κράτους. Κάτι που θεωρήθηκε απαράδεκτο από τους οπαδούς της «σούνα» (παράδοσης), οι οποίοι επιθυμούν την επικράτηση του ισλαμικού νόμου σε κάθε πτυχή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Ονειρευόμενοι την επανάκαμψη των χαλιφάτων στο ιστορικό προσκήνιο, μετά την δεκαετία του 1970 άρχισαν να συντονίζονται μεταξύ τους.

Οι γενέθλιοι πυρήνες, στην Σ. Αραβία (ιερό τόπο του προφήτη Μωάμεθ) και την Αίγυπτο (με την πάνω από ένα αιώνα δραστηριοποίηση των «αδελφών μουσουλμάνων»), κατάφεραν να επεκταθούν χωρικά.

Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ήταν η χρυσή τους ευκαιρία. Όταν, με την στήριξη των ΗΠΑ, ο Μπιν Λάντεν και οι συμπολεμιστές τους εκπαιδεύτηκαν σε συνθήκες πραγματικού πολέμου ενάντια στα στρατεύματα της τότε ΕΣΣΔ. Διάσπαρτες ομάδες εποίκισαν τεράστιες περιοχές, από την Βοσνία ως την Τσετσενία και από το Ιράκ και την Συρία μέχρι την Ινδονησία. Ταυτόχρονα στο εσωτερικό των δυτικών χωρών εμφανίσθηκε μία πολιτισμική τομή. Νεότερες γενιές μουσουλμάνων υιοθέτησαν πρότυπα μισαλλοδοξίας και απόλυτης ρήξης με το «άθεο» και «διαφθαρμένο» κόσμο των «σταυροφόρων». Ο «πόλεμος της μαντήλας» στην Γαλλία, το αίτημα για χωριστά σχολεία και νοσοκομεία (μόνο για μουσουλμάνους) αποτέλεσαν τα σημάδια μιας τζιχαντιστικής αφύπνισης.

Ανάλογο φαινόμενο με την εμφάνιση φασιστικών ομάδων στις χριστιανικές κατηγορίες του πληθυσμού, μ’ αφορμή και τον πολλαπλασιασμό των μεταναστευτικών ρευμάτων.

Αν οι «δίδυμοι πύργοι» στις ΗΠΑ και οι επιθέσεις στην Βρετανία και την Ισπανία

ήταν η κήρυξη αυτής της σύγκρουσης τα συμβαίνοντα στο Παρίσι αποτύπωσαν απλά την κλιμάκωσή της.

 

 

Τακτικισμοί και σκηνικά…

politicsΗ μαγεία της εικόνας μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε συμπεράσματα, όπου οι εντυπώσεις κατισχύουν της ουσίας επίδικων υποθέσεων.

Πράγματι η συμπεριφορά του Ντάισελμπλουμ – να παρακολουθεί αποσβολωμένος τον Βαρουφάκη, ο οποίος ξιφούλκησε κατά της τρόικα- δημιούργησε αίσθηση. Πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για ρήξη, κάποιοι έκαναν λόγο για τυχοδιωκτικά παιχνίδια, ορισμένοι διεκτραγώδησαν την έναρξη της διαδικασίας εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ.

Μόνο που μια τέτοια επιλογή του ΥΠΕΘΟ, το απομεσήμερο της Παρασκευής (με κλειστές τις τράπεζες και το χρηματιστήριο προς το τέλος της συνεδρίασης), δείχνει προμελετημένη.

Άλλωστε το μήνυμα ότι η κυβέρνηση διαπραγματεύεται σθεναρά και δεν εγκαταλείπει προεκλογικές δεσμεύσεις των κομμάτων που την συναπαρτίζουν πρέπει να δοθεί προς κάθε κατεύθυνση – εσωτερικά και εξωτερικά της χώρας.

Μόνο που λίγοι ήταν αυτοί που πρόσεξαν μια λεπτομέρεια, η οποία είχε συντελεσθεί στο ευρωκοινοβούλιο λίγες ώρες νωρίτερα. Εκεί ο επίτροπος της Κομισιόν (Γάλλος) Π. Μοσκοβισί απάντησε γραπτά σ’ ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαδημούλη. Αντικείμενο της ερώτησης και της απάντησης, ήταν ο ρόλος της τρόικα στην Ελλάδα και το ενδεχόμενο κατάργησής της ως πανεπόπτριας της εγχώριας δημόσιας ζωής.

Ο επίτροπος απέκλεισε μεν την άμεση διάλυση του οργάνου, άφησε όμως ορθάνοιχτη την πόρτα ώστε να συμβεί κάτι τέτοιο στο ορατό μέλλον. Ουσιαστικά εγκαινίασε την συζήτηση για την επόμενη μέρα, παίρνοντας ευδιάκριτες αποστάσεις από τις άτεγκτες (και επ’ αυτού του ζητήματος) απόψεις του Βερολίνου. Άρα η ελληνική κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να στοχεύσει στο συγκεκριμένο τομέα.

Καθώς η τρόικα έχει αναγορευθεί (για λόγους που δεν είναι του παρόντος) στην πηγή της νεοελληνικής κακοδαιμονίας μετά τα μνημόνια, η απόσυρσή της από το προσκήνιο θα συνιστούσε μία πρώτης τάξης επιτυχία για την κυβέρνηση.

Το γεγονός πως θα ήταν περισσότερο συμβολική παρά πραγματική ελάχιστα ενδιαφέρει την νέα εξουσία. Επιπλέον η επικέντρωση της διαπραγμάτευσης στο συγκεκριμένο ζήτημα – τ’ οποίο δεν είναι από τα δυσκολότερα προς διευθέτηση- είναι κάτι που βολεύει αμφότερες τις πλευρές.

Η κυβέρνηση μπορεί να πιστωθεί τ’ ότι «έδιωξε την τρόικα» και οι δανειστές να φανούν πως «κατανοούν τα σφάλματά τους». Αφού βγουν κάποια τέτοια αγκάθια από το σώμα της ανοιχτής συζήτησης τα δύο μέρη μπορούν να εισέλθουν στην ουσία των προς ρύθμιση θεμάτων. Είναι κατανοητό το γιατί, λίγες μέρες μετά τις εκλογές, υπάρχει η ανάγκη ενός σκηνικού έντασης – όχι ακριβώς τεχνητής, σίγουρα ωστόσο παραφουσκωμένης.

Χωρίς συγκρούσεις δεν θα πιστοποιηθεί πως υπήρξε διαπραγμάτευση, μάλιστα επίπονη και κοπιώδης. Ούτως ώστε η τελική συμφωνία – κατά το ανέκδοτο με τον Ν. Χότζα- να φανεί ευχάριστη, χωρίς ουσιαστικά ν’ αλλάζει κάτι