Είναι η ζωντανή ιστορία της ανανέωσης του Κομμουνιστικού Κινήματος στη χώρα. Ο «Λεωνίδας», όπως τον φώναζαν οι παλιοί «Ρηγάδες», σήμερα στα 86 του χρόνια, θυμάται και ελπίζει. Κι έχει πάντα κάτι καινούργιο να πει…
«Η οικονομική κρίση δεν φαίνεται να έχει τέλος, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα υπάρξει φως στο τούνελ. Αν με ρωτήσετε πότε, δεν το ξέρω. Πιστεύω ότι έχουμε δρόμο ακόμη, αλλά έχω την αισιοδοξία -είναι και θέμα χαρακτήρα- ότι θα τα καταφέρουμε να ξεφύγουμε από την καταστροφή».
Εκείνος ξέρει από δυσκολίες. Είχε διαδρομή πολύ δύσκολη, με διώξεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, διαψεύσεις, αλλά η αισιοδοξία τον συνόδευε πάντα, μαζί με τη φυσαρμόνικα που έπαιζε τότε στο κελί για να ειδοποιήσει τους συντρόφους του ότι είναι καλά. Κι όταν δεν είχε ούτε τη φυσαρμόνικα, σφύριζε -όπως μόνο εκείνος μπορούσε- την «Ενάτη» του Μπετόβεν, που ήταν το αγαπημένο του κομμάτι, μια και ήταν λάτρης της κλασσικής μουσικής.
Οπαδός πάντα της μεγάλης αριστεράς, που δεν είναι στο περιθώριο των εξελίξεων, σαν ομάδα πίεσης, αλλά διαμορφώνει την πολιτική πραγματικότητα, στήριξε τη Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη Κουβέλη και την επεξεργασία μιας ατζέντας διαλόγου με το ΠΑΣΟΚ.
«Βλέπω τις τεράστιες προσπάθειες, που κάνει ο πρωθυπουργός μεταφέροντας την αγωνία του για το μέλλον της Ελλάδας, η λύση όμως δεν είναι απλή. Η ιστορική εξέλιξη του κράτους προετοίμαζε χρόνια αυτή την κρίση. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα βρεις διαφθορά, ανοργανωσιά, προβλήματα έλλειψης σαφούς πολιτικής. Λέμε να πληρώσουν οι έχοντες, να τους επιβάλουμε το μέρος της ευθύνης, που τους αναλογεί, και από την ατιμωρησία να πάμε σε μια φυσιολογική κατάσταση απόδοσης δικαιοσύνης. Δεν υπάρχουν, όμως, οι αναγκαίοι μηχανισμοί. Γενικά, υπάρχει μια εικόνα που αποδίδεται και από έναν νεολογισμό: «Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι μπάχαλο». Και υπάρχουν οι «μπαχαλάκηδες» που εμποδίζουν κάθε προσπάθεια συστηματικής και οργανωμένης αντιμετώπισης της κατάστασης».
Για κείνον είναι υπόθεση ζωής να συναντηθεί το ΠΑΣΟΚ με την αριστερά. Δεν μπορεί να ξεχάσει τον διμέτωπο αγώνα της προδικτατορικής περιόδου, όπου το ένα μέτωπο ήταν η αριστερά και ο «μεγάλος κίνδυνος» ο κομμουνισμός.
«Σας θυμίζω ότι εφημερίδες, όχι μόνο αριστερές, αλλά και το «Βήμα» και τα «ΝΕΑ» ήταν τότε υπό διωγμό. Πήγαινες στο περίπτερο, ζητούσες την «Αυγή» και τη δίπλωναν στα οκτώ να σου τη δώσουν. Το ίδιο και τα «ΝΕΑ». Ο αντικομμουνισμός κάλυπτε όλες τις πτυχές της πολιτικής. Η αρχή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου ανάγεται, άλλωστε, στο περίφημο φιάσκο με τη ζάχαρη στα τανκς στη Θράκη, που είχαν ρίξει δήθεν οι αριστεροί. Ειδοποιήθηκε τότε ο Γιώργος Παπανδρέου για τον επίδοξο δικτάτορα συνταγματάρχη τεθωρακισμένων Γιώργο Παπαδόπουλο, αλλά αντί να πάρει στα σοβαρά την καταγγελία, άρχισε τις διώξεις εναντίον της αριστεράς, πιστεύοντας ότι η ζάχαρη ήταν τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου δικής της συνομωσίας. Παράφρονα πράγματα», λέει.
ΕΡ: Πώς φθάσαμε στη δικτατορία;
ΑΠ: «Φθάσαμε μέσα από τη βαθμιαία εκφύλιση της πολιτικής μας ζωής».
ΕΡ: Υπήρχαν ενδείξεις;
ΑΠ: «Ακούγονταν φωνές προληπτικές, οι οποίες όμως δεν κυριαρχούσαν. Η αριστερά ήταν εντελώς αποπροσανατολισμένη. Το ΚΚΕ συγκέντρωνε όλα τα πυρά του στο Κέντρο, φοβούμενο ότι ετοιμάζεται να λεηλατήσει τον κόσμο της αριστεράς. Έλεγαν «μη φωνάζετε πολύ για δικτατορία, γιατί ο κόσμος θα τρομάξει και στις κάλπες θα πάει στο Κέντρο». Ήταν μια ανάλυση τελείως λαθεμένη». Ο ίδιος είχε τη βεβαιότητα ότι πηγαίναμε σε «ανώμαλες καταστάσεις». «Ήμουν ανήσυχος», λέει, όπως είχε χαρακτηρισθεί τότε το τμήμα εκείνο της αριστεράς, που εξέφραζε και διαφορετική γνώμη.
ΕΡ: Στους «ανήσυχους» συγκαταλέγονταν και οι «Ρηγάδες»;
ΑΠ: Ο «Ρήγας Φερραίος» ήταν μία έξοχη προσπάθεια νεολαίας, η οποία άφησε το στίγμα της και στη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας τα κατοπινά χρόνια. Η νεολαία που δοκιμάσθηκε μέσα από σκληρούς αγώνες όχι μόνο για τις δημοκρατικές ελευθερίες, που ήταν η πρώτη προτεραιότητα, αλλά και τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα με πρώτο την παιδεία και συνθήματα πολύ ευρηματικά.
Θυμάται και τους πιο παλιούς, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Ανδρέα Λεντάκη από τη νεολαία «Λαμπράκη». «Ο Ανδρέας ήταν έξοχο παιδί», λέει. «Δικό του ήταν το σύνθημα ΠΡΟΙΚΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΙ ΟΧΙ ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ, τότε που ήταν πολύ οξύ το πρόβλημα της προικοδότησης της πριγκίπισσας”.
ΕΡ: Τι καθόρισε το τέλος της χούντας;
ΑΠ: Το τείχος αποδοκιμασίας, που είχε δημιουργηθεί, και η διεθνής κατακραυγή από το Συμβούλιο της Ευρώπης και τα διεθνή φόρα. Οι καταγγελίες για διωγμούς και βασανιστήρια των δημοκρατικών είχαν ξεπεράσει κάθε όριο και όσο παρατεινόταν αυτή η κατάσταση, πύκνωναν οι διεθνείς αντιδράσεις. Σε αυτά ήρθε να προστεθεί και το Πολυτεχνείο, κορυφαία εκδήλωση κατά της δικτατορίας, και δεν μπορούσε πια να προχωρήσει άλλο. Φυσικά, καταλυτικό ρόλο έπαιξε και το προδοτικό πραξικόπημα της Κύπρου.
ΕΡ: Προσωπικά, τι θυμάσθε πιο έντονα από την περίοδο της δικτατορίας;
ΑΠ: Τον διωγμό του σπιτιού μου, της οικογένειας μου, τον διωγμό χιλιάδων ανθρώπων, τα βασανιστήρια… Σε προσωπικό επίπεδο αυτές ήταν οι εικόνες.
ΕΡ: Έγιναν λάθη εκείνη την εποχή;
ΑΠ: Η δικτατορία επέβαλε σε διάφορους βαθμούς ένα καθεστώς τρόμου και στέρησης των πιο στοιχειωδών δικαιωμάτων. Μπορούσε να δώσει και την ευκαιρία για μία έγερση. Δυστυχώς, δεν υπήρξε καμιά διαφοροποίηση. Κανένα από τα ηγετικά στελέχη δεν ένιωσε την ανάγκη αυτοκριτικής με την πτώση της χούντας. Σαν να έπρεπε να ξεχάσουμε, να μη διδαχθούμε. Αλλά και παλιότερα, σ΄ ένα κίνημα που υπέφερε από εξαρτήσεις κάναμε κυριολεκτικά παιδαριώδη λάθη. Νομίζαμε ότι ήταν εύκολο να τα βάλεις με τη Μεγάλη Βρετανία… Υπάρχει μόνο ένα δείγμα έμπνευσης και πολιτικής σοφίας. Η ΕΔΑ, που συμμάζεψε τα σπαράγματα του εμφυλίου, αλλά δυστυχώς ο δρόμος αυτός ανακόπηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ. Κι αν σήμερα υπάρχει κάτι που να θυμίζει την ένδοξη εκείνη αριστερά με τον μεγαλειώδη ρόλο και τους αγώνες, ας το σεβαστούμε κι ας αποφύγουμε τις γελοιότητες. Ντρέπομαι όταν ακούω να εκφωνείται εκείνο το απερίγραπτο σύνθημα «να καεί, να καεί…η Βουλή».
Η πολιτική αντιπαράθεση για τον Λεωνίδα Κύρκο γίνεται μόνο στο πεδίο των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών θεσμών. Δεινός ρήτορας, αφοσιωμένος στην ηθική πολιτική, υπέρμαχος του διαλόγου, διατήρησε ακέραιο τον συναισθηματισμό του από όλες τις απογοητεύσεις, αλλά και τις αξίες, που τον οδήγησαν στην αριστερά.
Από την εφημερίδα «ΗΜΕΡΑ» της Λαμίας